- θερμοφόρος
- -α και -ος, -ο (Α θερμοφόρος, -ον)νεοελλ.1. το θηλ. ως ουσ. η θερμοφόρα ή -οςμικρός σάκος, συνήθως ελαστικός, ο οποίος γεμίζει με θερμό νερό ή με θερμαινόμενο αέρα και χρησιμεύει για τη θέρμανση τού κρεβατιού ή τών ποδιών ή χρησιμοποιείται για να προκαλεί υπεραιμία σε ορισμένο μέρος τού σώματος2. το ουδ. ως ουσ. το θερμοφόροσυσκευή που χρησιμοποιείται στις μετρήσεις τής ειδικής θερμότητας τών υγρώναρχ.1. θερμαντικός2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θερμοφόρονο λέβητας.[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)-* + -φόρος (< φέρω), πρβλ. ανθη-φόρος, βαθμο-φόρος, σταυρο-φόρος].
Dictionary of Greek. 2013.